- ἀποκομιδῆς
- ἀποκομιδήcarrying awayfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
σκουπιδιάρικος — η, ο, Ν [σκουπιδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκουπιδιάρη ή στα σκουπίδια 2. το ουδ. ως ουσ. το σκουπιδιάρικο όχημα αποκομιδής τών απορριμμάτων από τους δρόμους, το απορριμματοφόρο … Dictionary of Greek
στερεοπαροχή — η, Ν φρ. «στερεοπαροχή συστημάτων απορροής» (γεωμ.) η ποσότητα τού ιζήματος που μεταφέρεται διά μέσου ενός υδάτινου ρεύματος από μια περιοχή αποκομιδής ώς ένα σημείο συσσώρευσης ή απόθεσης … Dictionary of Greek
τιλλίτης — ο, Ν 1. (πετρογρ.) α) ασύνδετο χωρίς διαλογή υλικό από άργιλο, λίθους ενδιάμεσου μεγέθους ή μίγμα τους που αποτίθεται άμεσα από έναν παγετώνα και δεν παρουσιάζει στρώση, αλλ. αργιλολιθώνας β) ιζηματογενές πέτρωμα το οποίο αποτελείται από… … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek